τετραγωνικῶς

τετραγωνικῶς
τετραγωνικός
of a square
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τετραγωνικώς — τετραγωνικῶς ΝΜΑ, και τετραγωνικά Ν επίρρ. βλ. τετραγωνικός …   Dictionary of Greek

  • τετραγωνικός — ή, ό / τετραγωνικός, ή, όν, ΝΑ [τετράγωνος] αυτός που έχει σχήμα τετραγώνου, τετράγωνος νεοελλ. 1. μτφ. ακαταγώνιστος, ακαταμάχητος («τετραγωνικό επιχείρημα») 2. χημ. (για χαρακτηρισμό μιας μορφής υβριδίωσης) αυτή στην οποία συμμετέχουν τέσσερα… …   Dictionary of Greek

  • επιπεδούμαι — ἐπιπεδοῦμαι, όομαι (Α) [επίπεδος] παθ. (για αριθμό) γίνομαι επίπεδος, τετραγωνικός («ἐπιπεδωθήσονται τετραγωνικῶς ἀναλυθέντες εἰς μονάδα», Ιάμβλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”